χαριτόβρυτος
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
Greek (Liddell-Scott)
χαρῐτόβρῡτος: -ον, (βρύω) χάριτας βρύων, πλήρης χάριτος, λειμὼν χαριτόβρυτος εὑρέθης μόνη Νικήτ. Εὐγεν. 6. 567.
Greek Monolingual
-η, -ο / χαριτόβρυτος, -ον, ΝΜ
γεμάτος χάρες, γεμάτος θέλγητρα, τρισχαριτωμένος.
επίρρ...
χαριτοβρύτως Ν
με χάρη, με γοητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι γεμάτος»)].