χαριτόβρυτος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτόβρῡτος: -ον, (βρύω) χάριτας βρύων, πλήρης χάριτος, λειμὼν χαριτόβρυτος εὑρέθης μόνη Νικήτ. Εὐγεν. 6. 567.

Greek Monolingual

-η, -ο / χαριτόβρυτος, -ον, ΝΜ
γεμάτος χάρες, γεμάτος θέλγητρα, τρισχαριτωμένος.
επίρρ...
χαριτοβρύτως Ν
με χάρη, με γοητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι γεμάτος»)].