υποκρεμάννυμι
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Α
1. (σχετικά με τοίχο) ενισχύω, υποστηλώνω
2. παθ. ὑποκρεμάννυμαι
κρέμομαι από κάτω («ὑποκρεμάμενον ἀνέχειν τὸ βάρος», Γρηγ
Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].