φαγούρα

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

η, Ν
1. κνησμός
2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέροντώρα τον έπιασε η φαγούρα»)
3. φρ. «έχω μια φαγούρα
ειρων. μού είναι αδιάφορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. έφαγα του ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -ούρα (πρβλ. χασ-ούρα)].