Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
η, Ν
1. κνησμός
2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέρον («τώρα τον έπιασε η φαγούρα»)
3. φρ. «έχω μια φαγούρα!»
ειρων. μού είναι αδιάφορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. έφαγα του ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -ούρα (πρβλ. χασ-ούρα)].