ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
-άομαι, Α1. βρυχώμαι ή μουγκρίζω σιγά2. ανασαίνω βαριά από οργή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρυχῶμαι «μουγκρίζω»].