Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
-άομαι, Α1. βρυχώμαι ή μουγκρίζω σιγά2. ανασαίνω βαριά από οργή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρυχῶμαι «μουγκρίζω»].