υποβρυχώμαι

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

-άομαι, Α
1. βρυχώμαι ή μουγκρίζω σιγά
2. ανασαίνω βαριά από οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρυχῶμαι «μουγκρίζω»].