τορευτική

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τορεύω
η τέχνη με την οποία κατασκευάζονται ανάγλυφες ή εντυπωμένες παραστάσεις πάνω σε μέταλλο, συνήθως χρυσό, άργυρο, χαλκό, ορείχαλκο και σπανιότερα σίδηρο ή σε ξύλο, τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά την αρχαιότητα στη διακόσμηση όπλων, αρμάτων, ποικίλων αναθημάτων, κατόπτρων, αγγείων κ.ά. ειδών.