τήρηση

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

η /τήρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)]
1. το να τηρεί κανείς κάτι, η διαφύλαξη με σεβασμό και η μη παράβαση ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η τήρηση τών νόμων» β. «ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔ
γ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν τήρησις οὖσα αὐτῶν ἀβλαβής», Κλήμ. Αλ.)
2. περιφρούρηση, διαφύλαξη (α. «η τήρηση της τάξεως και της πειθαρχείας» β. «ἡ σωτηρία τήρησις οὖσα τοῡ εὖ εἴχοντος», Κλήμ. Αλ.)
μσν.-αρχ.
(φιλοσ.-θεολ.) παρατήρηση
αρχ.
1. επιτήρηση, φρούρησηἀφύλακτοςτήρησις», Ευρ.)
2. διατήρηση, διασφάλιση, εξασφάλιση (α. «τιμὴ τήρησις ἀξιώματος», Πλάτ.
β. «πλούτου τήρηση», Φιλάδ.)
3. επαγρύπνηση («εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως», Θουκ.)
4. κρατητήριο, φυλακή («καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ», ΚΔ).