υποβολέας

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ο / ὑποβολεύς, -έως, ΝΜΑ
(στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο του ρόλου τους για να τους βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ῥυθμούς», Πλούτ)
νεοελλ.
1. αυτός που διενεργεί υποβολή
2. μτφ. άτομο που υπαγορεύει σε κάποιον τη θέλησή του, που τον οδηγεί να κάνει κάτι, ιδίως κακό («αυτά που λες τά έλεγε χτες ο υποβολέας σου»)
μσν.
1. κατώτερος βαθμός ιερωσύνης («ἀναγνῶσται καὶ ὑποβολεῑς», Σωκρ. Σχ.)
2. ερμηνευτής κειμένου
αρχ.
1. αυτός που υποβοηθεί τη μνήμη, που υπενθυμίζει
2. ύπαγωγεύς. το ξύλινο υποστήριγμα στα έγχορδα όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβολ- του ὑποβάλλω (πρβλ. ὑποβολή) + επίθημα -εύς / -έας (πρβλ. προβολ-έας)].