συρμιστήρ

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμιστήρ Medium diacritics: συρμιστήρ Low diacritics: συρμιστήρ Capitals: ΣΥΡΜΙΣΤΗΡ
Transliteration A: syrmistḗr Transliteration B: syrmistēr Transliteration C: syrmistir Beta Code: surmisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who sells shavings, etc., for firing, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

συρμιστήρ: ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. συρμιστήρ· ξυλοπώλης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για κάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + επίθημα -ισ-τήρ (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. κομισ-τήρ].