σχόλη

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

και σκόλη, η, Ν
1. ανάπαυση
2. (κατ' επέκτ.) ημέρα αργίας, γιορτή·
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή με σημ. «απραξία, αργία» και με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. διατηρεί την αρχ. αρχική σημ. της λ. σχολή βλ. λ.].