χαλκοπώγων
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
ωνος, ὁ, transl. of Lat.
A Ahenobarbus, Plu.Aem.25, D.Chr.37.40.
German (Pape)
[Seite 1331] ωνος, ὁ, Kupferbart, Rothbart, Ahenobarbus, Plut. Aem. Paull. 35.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπώγων: -ωνος, ὁ, μετάφρ. τοῦ Λατ. Ahenobarbus, Πλουτ. Αἰμίλ. 25.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
calque du latin Ahenobarbus.
Étymologie: χαλκός, πώγων.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χαλκόχρωμο πώγωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + πώγων (πρβλ. δασυ-πώγων, τραγο-πώγων)].