συντονίζω

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

Ν σύντονος
1. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο ως προς τον τόνο ή τον ρυθμό
2. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο, εναρμονίζω («η αντιπολίτευση πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της»)
3. (ειδικά) διευθύνω συζήτηση με πολλούς ομιλητές.