συντονίζω
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Ν σύντονος
1. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο ως προς τον τόνο ή τον ρυθμό
2. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο, εναρμονίζω («η αντιπολίτευση πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της»)
3. (ειδικά) διευθύνω συζήτηση με πολλούς ομιλητές.