χιονόλευκος
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
-η, -ο, Ν
λευκός σαν το χιόνι, ολόλευκος, κάτασπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + λευκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο].