χάλυβος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Full diacritics: χάλυβος | Medium diacritics: χάλυβος | Low diacritics: χάλυβος | Capitals: ΧΑΛΥΒΟΣ |
Transliteration A: chálybos | Transliteration B: chalybos | Transliteration C: chalyvos | Beta Code: xa/lubos |
v. sq. 11.
[Seite 1332] ὁ, poet. statt χάλυψ, Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 710.
ου (ὁ) :
c. χάλυψ.
-ον, Α χάλυψ, -υβος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.