ὑπερκαταγέλαστος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαταγέλαστος Medium diacritics: ὑπερκαταγέλαστος Low diacritics: υπερκαταγέλαστος Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΓΕΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hyperkatagélastos Transliteration B: hyperkatagelastos Transliteration C: yperkatagelastos Beta Code: u(perkatage/lastos

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly absurd, Aeschin.3.192, Plu.2.4a.

German (Pape)

[Seite 1197] über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν καταγέλαστος, Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement ridicule.
Étymologie: ὑπέρ, καταγέλαστος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»].