φιέστα
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
και φέστα, η, Ν
1. γιορτή, πανηγύρι
2. μτφ. δυσάρεστη ιστορία ή περιπλοκή που επιφέρει διασυρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. fiesta, ιταλ. festa < λατ. festum «γιορτή», ουδ. του επίθ. festus «εορταστικός»].