φίλοχλος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλοχλος Medium diacritics: φίλοχλος Low diacritics: φίλοχλος Capitals: ΦΙΛΟΧΛΟΣ
Transliteration A: phílochlos Transliteration B: philochlos Transliteration C: filochlos Beta Code: fi/loxlos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A loving popular favour, Ptol.Tetr.16, D.L.4.41; τὸ φ. ib.42.

German (Pape)

[Seite 1288] den großen Haufen liebend, Volksfreund, D. L. 4, 41. 42.

Greek (Liddell-Scott)

φίλοχλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν εὔνοιαν τοῦ ὄχλου, Πτολ. Τετράβ. σ. 163. 11· τὸ φ. Διογέν. Λαέρτ. 4. 41 κἑξ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια του όχλου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον
η επιδίωξη της εύνοιας του όχλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὄχλος (πρβλ. πολύ-οχλος)].