τετράβηλο

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / τετράβηλον, ΝΜ
τα τέσσερα βήλα, δηλαδή τεμάχια υφάσματος, που κρέμονται στις τέσσερεις πλευρές του κιβωρίου πάνω από την Αγία Τράπεζα
μσν.
τετράγωνος πέπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + βῆλον «ύφασμα, καλύπτρα»].