πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
Ν1. κάνω φάλτσο2. (κατ' επέκτ.) πέφτω έξω, σφάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falsare «παραποιώ, νοθεύω, διαστρεβλώνω»].