τανάλια

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεχνολ. εργαλείο χειρός, με δύο σκέλη, κατάλληλο κυρίως για εξαγωγή καί κοπή
2. ιατρ. κοινή ονομασία της οδοντάγρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tanaglia].