τανάλια
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
η, Ν
1. τεχνολ. εργαλείο χειρός, με δύο σκέλη, κατάλληλο κυρίως για εξαγωγή καί κοπή
2. ιατρ. κοινή ονομασία της οδοντάγρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tanaglia].