υπερεκτιμώ

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

ὑπερεκτιμῶ, -άω, ΝΜ
εκτιμώ κάτι υπερβολικά
νεοελλ.
(σχετικά με οικονομικό μέγεθος) αποδίδω μεγαλύτερη αξία από ό,τι πρέπει («τα έσοδα του προϋπολογισμού υπερεκτιμήθηκαν»).