κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
ὑπερεκτιμῶ, -άω, ΝΜεκτιμώ κάτι υπερβολικάνεοελλ.(σχετικά με οικονομικό μέγεθος) αποδίδω μεγαλύτερη αξία από ό,τι πρέπει («τα έσοδα του προϋπολογισμού υπερεκτιμήθηκαν»).