υπαιθρισμός

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(καλ. τέχν.) α) πρακτική της ζωγραφικής στο ύπαιθρο, σε αντιδιαστολή προς τη ζωγραφική του εργαστηρίου, η οποία έχει ως στόχο να συλλάβει και να αποδώσει την αμεσότητα του φυσικού τοπίου, όπως το φως, το χρώμα
β) πίνακας, τοπιογραφία που δίνει την έντονη εντύπωση του ανοιχτού χώρου.