χελιδονόψαρο

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών αθερινόμορφων επιπελαγικών ιχθύων της οικογένειας εξωκοιτίδες, που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να εκτελούν μικρής διάρκειας αερολισθήσεις έξω από το νερό, για να αποφύγουν τους θηρευτές τους.