συσκότιση

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να γίνεται κάτι εντελώς σκοτεινό
2. μτφ. δημιουργία σύγχυσης, μπέρδεμα
3. στρ. απαγόρευση της χρήσης φωτισμού κατά τη νύχτα, η οποία επιβάλλεται για να εμποδίσει τον εντοπισμό κατοικημένων περιοχών ή στρατοπέδων από την εχθρική παρατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσκοτίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συσκότισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].