Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφουρδάκλα

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

και σφουρδακύλα, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία πολλών ειδών του γένους φυτών ρανούγκουλος, αλλ. βατραχοβότανο, ζοχαδόχορτο κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονομασίες του φυτού διαλ. προέλευσης].