σφυρηλάτηση

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

η / σφυρηλάτησις, -ήσεως, ΝΜ σφυρηλατῶ
η ενέργεια του σφυρηλατώ, σφυρηλασία
νεοελλ.
1. τεχνολ. διαμόρφωση με πλαστική παραμόρφωση μετάλλων ή μεταλλικών κραμάτων, που επιτυγχάνεται με κρουστική ή πιεστική κατεργασία μεταξύ δύο εργαλείων, π.χ. σφύρας και άκμονος
2. μτφ. διαμόρφωση, διάπλαση χαρακτήρα.