σχοινάκι
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
και σκοινάκι, το, Ν σχοινί
1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σχοινί
2. είδος παιδικού παιχνιδιού.