ταγηνοκνισοθήρας

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγηνοκνῑσοθήρας Medium diacritics: ταγηνοκνισοθήρας Low diacritics: ταγηνοκνισοθήρας Capitals: ΤΑΓΗΝΟΚΝΙΣΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: tagēnoknisothḗras Transliteration B: tagēnoknisothēras Transliteration C: taginoknisothiras Beta Code: taghnoknisoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A frying-pan-sniffer, Eup.172.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰγηνοκνῑσοθήρας: -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για παράσιτο) αυτός που του αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την τσίκνα τηγανισμένων φαγητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. < τάγηνον «τηγάνι» + κνίσα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»)].