μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
[Seite 1067] dor. statt τηνίκα.
τᾱνίκα: Δωρικ. ἀντὶ τηνίκα.
dor. c. τηνίκα.
Αεπίρρ. (δωρ. τ.) βλ. τηνίκα.