τιμονιέρης

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ο, Ν·1. ο χειριστής τιμονιού, πηδαλιούχος
2. μτφ. κυβερνήτηςτιμονιέρης του κράτους είναι ο πρωθυπουργός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. timoniere (βλ. λ. τιμόνι).