τοπάζι
From LSJ
Greek Monolingual
το / τοπάζιον, ΝΑ, και τοπάζιο Ν
νεοελλ.
(ορυκτ.) α) πυριτικό ορυκτό, φθοριοπυριτικό άλας του αργιλίου, με κίτρινο, κυανό ή υπέρυθρο χρώμα, που είναι πολύτιμος λίθος
β) ονομασία διαφόρων λίθων που μοιάζουν με τοπάζι
αρχ.
τόπαζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται πιθ. για λ. τών Τρωγοδυτών που προήλθε από ονομ. νησιού στην Ερυθρά Θάλασσα. 'Αλλοι τ. που συνδέονται με τη λ. τοπάζιον και που ανήκουν πιθ. στο καθημερινό λεξιλόγιο τών Αρχαίων είναι τα: βάσιον, πάζιον, ταβάσιος. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. topazus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. topaz)].