τρίσχιστος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσχιστος Medium diacritics: τρίσχιστος Low diacritics: τρίσχιστος Capitals: ΤΡΙΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: tríschistos Transliteration B: trischistos Transliteration C: trischistos Beta Code: tri/sxistos

English (LSJ)

ον,

   A cloven in three, Sch.Nic.Al.347, An.Ox.2.307:— τρι-σχίστη, ἡ, gloss on Αἰγυπτία στυπτηρία, Gal.19.71.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gespalten, Schol. Nic. Alex. 346.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσχιστος: -ον, ἐσχισμένος εἰς τρία, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 346· - τρισχίστη, ἡ, = Αἰγυπτία στυπτηρία, Ἐρωτιαν.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
1. σχισμένος στα τρία
2. το θηλ. ως ουσ. τρισχίστη
(στην Αίγυπτο) η στυπτηρία, το μονοπώλιο τών στυπτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. τετρά-σχιστος].