τρόμπα
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
και τρούμπα, η, Ν
1. αντλία νερού
2. αεραντλία
3. σάλπιγγα («παίζει τρόμπα»)
4. ψεκαστήρας
5. μτφ. αυνανισμός
6. φρ. α) «το ρίχνει με την τρόμπα» — βρέχει πάρα πολύ
β) «τρόμπα μαρίνα»
i) τηλεβόας
ii) μεγάλο κοχύλι με το οποίο τα ιστιοφόρα πλοία μεταδίδουν ηχητικά σήματα κατά τη διάρκεια ομίχλης, αλλ. μπουρού
γ) «πήρε την τρόμπα μαρίνα» — το 'κάνε βούκινο, διέδωσε παντού το μυστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. trόmba «αντλία, σάλπιγγα»].