Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυποποιώ

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499

Greek Monolingual

τυποποιῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. καταρτίζω και εφαρμόζω πρότυπα
2. διαμορφώνω κάτι σε σταθερό και αναλλοίωτο τύπο
3. (οικον.) παράγω εν σειρά προϊόντα σε καθορισμένο τύπο, με βάση ορισμένες προδιαγραφές
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τυποποιημένος, -η, -ο
α) (για πράγμ.) αυτός που παράγεται με βάση ορισμένο τύπο και σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές («τυποποιημένο προϊόν»)
β) (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που επαναλαμβάνει τον εαυτό του ή επαναλαμβάνεται συνεχώς, χωρίς να παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και πρωτοτυπία (α. «τυποποιημένος ηθοποιός» β. «τυποποιημένο ύφος» γ. «τυποποιημένη ερμηνεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -ποιώ].