τυποποιώ
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
Greek Monolingual
τυποποιῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. καταρτίζω και εφαρμόζω πρότυπα
2. διαμορφώνω κάτι σε σταθερό και αναλλοίωτο τύπο
3. (οικον.) παράγω εν σειρά προϊόντα σε καθορισμένο τύπο, με βάση ορισμένες προδιαγραφές
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τυποποιημένος, -η, -ο
α) (για πράγμ.) αυτός που παράγεται με βάση ορισμένο τύπο και σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές («τυποποιημένο προϊόν»)
β) (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που επαναλαμβάνει τον εαυτό του ή επαναλαμβάνεται συνεχώς, χωρίς να παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και πρωτοτυπία (α. «τυποποιημένος ηθοποιός» β. «τυποποιημένο ύφος» γ. «τυποποιημένη ερμηνεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -ποιώ].