υγρόφιλος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το νερό
2. αυτός που απορροφά τα υγρά και ιδίως το νερό, υδρόφιλος
3. (για φυτό) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό ή στους υγρούς τόπους, υδροχαρής
4. φρ. «υγρόφιλοι οργανισμοί»
βιολ. οργανισμοί που ζουν σε υγρά περιβάλλοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrophilous (< υγρός + φίλος)].