ὑδροσκοπία

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροσκοπία Medium diacritics: ὑδροσκοπία Low diacritics: υδροσκοπία Capitals: ΥΔΡΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: hydroskopía Transliteration B: hydroskopia Transliteration C: ydroskopia Beta Code: u(droskopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A water-finding, ib.2.5 tit.    2 = ὑδρολόγιον, Sch. Ptol.Tetr.90.

Greek Monolingual

η / ὑδροσκοπία, ΝΑ υδροσκόπος
η αναζήτηση και ο καθορισμός της θέσης υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων
(αρχ) χρονόμετρο με νερό, ὑδρολογιον.