ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(I)
-έω, Α
(σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ- του τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε -έω / -ῶ (πρβλ. φέρω: φορῶ)].———————— (II)
-όω, ΜΑ τροπή
τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω.———————— (III)
-όω, Α
βλ. τροπώνω.