υπερήλικος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπερῆλιξ, -ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν
ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήλικος / -ῆλιξ (< ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν-ήλικος, μεσ-ῆλιξ].