υπεκφέρω
From LSJ
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω λίγο προς τα έξω
2. απομακρύνω κρυφά κάποιον ή κάτι, ώστε να είναι εκτός κινδύνου («φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο», Ομ. Ιλ.)
3. (γενικά) αποσύρω, απομακρύνω
4. υπομένω
5. περιορίζω ανεπαίσθητα
6. (αμτβ.) προηγούμαι, προπορεύομαι («ἐντυχὼν δὲ ἐδίωκε ὑπεκφέροντας ἡμέρης ὁδῷ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφέρω «φέρνω προς τα έξω, εξάγω»].