υπεκφέρω

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω λίγο προς τα έξω
2. απομακρύνω κρυφά κάποιον ή κάτι, ώστε να είναι εκτός κινδύνου («φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο», Ομ. Ιλ.)
3. (γενικά) αποσύρω, απομακρύνω
4. υπομένω
5. περιορίζω ανεπαίσθητα
6. (αμτβ.) προηγούμαι, προπορεύομαι («ἐντυχὼν δὲ ἐδίωκε ὑπεκφέροντας ἡμέρης ὁδῷ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφέρω «φέρνω προς τα έξω, εξάγω»].