ὑπερθέσιμος

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 1196] ἡ, sc. ἡμέρα, der Fasttag, der mit dem Essen überschlagen wird, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθέσιμος: (ἐξυπακ. νηστεία), ἡ, ἡ ὑπερτιθεμένη, ἡ τελουμένη ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, Εὐάγρ. 2477Β, Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. 865C, ἴδε Βυζαντ. Λεξ. Σοφοκλ.

Greek Monolingual

-ον, Μ ὑπέρθεσις
εκκλ. (για νηστεία) αυτός που παρατείνεται.