ὑπερθέσιμος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1196] ἡ, sc. ἡμέρα, der Fasttag, der mit dem Essen überschlagen wird, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθέσιμος: (ἐξυπακ. νηστεία), ἡ, ἡ ὑπερτιθεμένη, ἡ τελουμένη ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, Εὐάγρ. 2477Β, Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. 865C, ἴδε Βυζαντ. Λεξ. Σοφοκλ.