υπευθυνότητα
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Greek Monolingual
η, Ν υπεύθυνος
1. το να ενεργεί κανείς υπεύθυνα, με αίσθημα ευθύνης, το να έχει επίγνωση τών ευθυνών του («κάνει τη δουλειά του με υπευθυνότητα»)
2. το να έχει κανείς την ευθύνη για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας, να έχει τη διοίκηση σε έναν τομέα («έχει την υπευθυνότητα διευθυντή του υπουργείου»).