υποδώριος
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποδώριος, -ον, ΝΑ, και υποδωρικός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο υποδώριος
(ενν. τρόπος) α) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος, αρμονία που ακολουθεί την κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα του δώριου τρόπου
β) η εκδοχή του τρόπου αυτού στη μεσαιωνική Ευρώπη, που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο οποίος έχει ως βάση το ρε και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα του ρε ώς την έκτη υψηλότερά του
αρχ.
μουσ. (για αρμονία) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δώριος «δωρικός»].