υπερτονία

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. α) αύξηση του μυϊκού τόνου, η οποία εκδηλώνεται με ενίσχυση της αντίστασης του μυός στην παθητική επιμήκυνσή του (α. «πυραμιδική υπερτονία» β. «εξωπυραμιδική υπερτονία»)
β) η υπέρταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypertonia < υπερ- + τόνος + κατάλ. -ία].