ὑπόξυρος
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ον,
A cut away as if by a razor, of an aquiline nose, Hp.Epid.6.8.26; γαστέρας, i. e. flattened, Id.Prorrh.2.23, as Littré (for ἀποζύμους of most codd.) after Gal.19.149, cf. Art.77 (v. ὑπόξηρος).
German (Pape)
[Seite 1228] = Folgdm, Galen. aus Hippocr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξῠρος: -ον, ὁ κεκομμένος πως ὡς διὰ ξυραφίου, πεπλατυσμένος, ἅμα δὲ καὶ τὰς γαστέρας ὑποξύρους (ἔνθα ἀποζύμους Kühn) Ἱππ. 105C, 1201D, ὡς γράφει ὁ Littré ἑπόμενος τῷ Γαληνῷ (ἴδε Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ἔνθα: «ὑποξύρους, ταπεινοτέρας, προσεσταλμένας. Εὕρηται δὲ ἐπὶ γαστέρων ἐν τῷ μείζονι Προρρητικῷ»). (κοινῶς φέρεται ὑπόξηρος).
Greek Monolingual
-ον, Α
ο χωρίς προεξοχές, πεπλατυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ξυρος (< ξυρόν / ξυρός), πρβλ. κατά-ξυρος].