ὑποσείω
English (LSJ)
Ep. ὑποσσ-,
A rotate, spin round, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, of a stake, compared to an auger, Od.9.385; τὰ ὑποσείοντα κεφαλάς (vv. ll. -ήν, -ῆς), perh. a form of paralysis agitans, Hp.Coac.159. 2 sift out, v. ὑποσήθω. II hold out or throw to, ἄρτους Ael.NA7.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσείω: Ἐπικ. ὑποσσ-, σείω ἢ κινῶ ὑποκάτω, οἱ δέ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, ἐπὶ τοῦ ἱμάντος, δι’ οὗ περιστρέφεται τὸ τρύπανον, Ὀδ. Ι. 385· οἶνος ὑπ. τὴν κεφαλὴν Ρήτορ. (Walz) τ. 1, σ. 430. 2) κοσκινίζω, ὑποσείσας τὸ λεπτότερον ἄλευρον Γαλην. τ. 6, σ. 481, 15. ΙΙ. προτείνω ἢ ῥίπτω πρός τινα, ἄρτους Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 13.
French (Bailly abrégé)
1 secouer ou ébranler par-dessous;
2 agiter sous.
Étymologie: ὑπό, σείω.
Greek Monolingual
ὑποσείω ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α σείω
1. σείω από κάτω
2. σείω, κουνώ κάτι ελαφρά
αρχ.
1. κοσκινίζω («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον ἄλευρον», Γαλ.)
2. προτείνω ή ρίχνω κάτι σε κάποιον.