υποτονία

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

η, Ν
1. βιολ. η κατάσταση του υποτονικού διαλύματος
2. ιατρ. ελάττωση του μυϊκού τόνου, που παρατηρείται κυρίως στις χαλαρές παραλύσεις που ακολουθούν έπειτα από βλάβη του περιφερειακού κινητικού νευρώνα και στην αρχική φάση τών παραλύσεων από βλάβη της φλοιονωτιαίας οδού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypotonie (< υπ(ο)- + -τονία [< τόνος)].