υποτονία

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

η, Ν
1. βιολ. η κατάσταση του υποτονικού διαλύματος
2. ιατρ. ελάττωση του μυϊκού τόνου, που παρατηρείται κυρίως στις χαλαρές παραλύσεις που ακολουθούν έπειτα από βλάβη του περιφερειακού κινητικού νευρώνα και στην αρχική φάση τών παραλύσεων από βλάβη της φλοιονωτιαίας οδού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypotonie (< υπ(ο)- + -τονία [< τόνος)].