υστερεκτομή

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. υφολική, ολική ή ριζική εξαίρεση της μήτρας από την κοιλιακή ή από την κολπική οδό
2. (κτην.) χειρουργική επέμβαση που συνίσταται σε αποκοπή της μήτρας οικόσιτων σαρκοφάγων ζώων ως αγωγή της συλλογής πύου στο όργανο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hysterectomy < υστέρα «μήτρα» + εκτομή].