φαγάνα

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. κοινή ονομασία του εκσκαφέα
2. μτφ. α) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, καυσίμων, αναλώσιμων υλικών
β) άνθρωπος άπληστος και δωροδοκούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγανός, κατά τα θηλ., ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τον τ. φαγών, -όνος «σιαγόνα»].